- Ποντίων
- Πόντιςfem gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποντίων — πόντιος of the sea fem gen pl πόντιος of the sea masc/neut gen pl πόντιος of the sea masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… … Dictionary of Greek
Χρύσανθος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και μαρτύρησε επί Νουμεριανού (245 – 284), μαζί με τη σύζυγό του Δαρεία την Αθηναία. Τους έθαψαν ζωντανούς σε ένα λάκκο. Η μνήμη του τιμάται στις 19… … Dictionary of Greek
Гюмюшхане — (тур. Gümüşhane) или Аргируполис (греч. Αργυρουπολις) главный город одноименного ила. Находится 115 км южнее Трабзона, на южном склоне Понтийских Альп. Население 30 тыс. человек (2000 г.). Содержание 1 Этимология … Википедия
Науса (Иматия) — Координаты: 40°22′48″ с. ш. 22°02′24″ в. д. / 40.38, 22.04 … Википедия
LUCANIA — Strabo l. 6. p. 252. et 255. Liv. l. 8. c. 24. 25. 27. l. 22. c. 42. 61. et l. 27. c. 44. Flor. l. 2. c. 6. Plin. Prol. tertia Italiae regio, iuxta divisionem ab Aug. primum instituram, pars erat magnae Graeciae, ubi nunc Basilicata, cum parte… … Hofmann J. Lexicon universale
αδέξιος — ια, ιο (Α ἀδέξιος, ιον) αυτός που δεν έχει ευχέρεια σε κάτι, ανίκανος, ανεπιτήδειος, ανάξιος, ατζαμής νεοελλ. 1. δειλός, συνεσταλμένος 2. (για περιστάσεις κ.λπ.) απρόσφορος, αντίξοος αρχ. αυτός που δεν χρησιμοποιεί με ευχέρεια το δεξί χέρι, ο… … Dictionary of Greek
γέλασμα — το (AM γέλασμα) [γελώ] 1. το γέλιο 2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως 3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία νεοελλ. το ξεγέλασμα, η απάτη αρχ. ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.) … Dictionary of Greek
Γουμερά, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Σερρών, αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου. Πρόκειται για το παλαιότερο μοναστήρι στον Πόντο που είχε ιδρυθεί τον 10o αι. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών διασώθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα από τα κειμήλια του… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Ποντιακού Ελληνισμού — Καταλαμβάνει έναν όροφο του ιδιόκτητου κτιρίου της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών (Αγνώστων Μαρτύρων 73, Νέα Σμύρνη), σωματείου που ιδρύθηκε το 1927, με σκοπό τη συλλογή, μελέτη και δημοσίευση του πνευματικού πλούτου των Ελλήνων του Εύξεινου Πόντου … Dictionary of Greek